Πενήντα χρόνια μετά την τραγωδία της Κύπρου, η Ιστορία επιμένει να επιστρέφει – όχι για να εκδικηθεί, αλλά για να αποδοθεί. Το ερώτημα που αιωρείται ακόμα με οργή και απορία είναι: θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει νικήσει; Η απάντηση δεν είναι απλώς στρατιωτική – είναι πρωτίστως γεωστρατηγική, πολιτική, ηθική.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έχασε επειδή ηττήθηκε στα πεδία της μάχης. Ηττήθηκε πριν φτάσει στη μάχη, ηττήθηκε στη λογική, στον σχεδιασμό, στο εθνικό διχασμό, και τελικά, στη γεωπολιτική αντίληψη των πραγμάτων.
Πρώτο λάθος: Η Χούντα ως γεωπολιτική αυταπάτη
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, με την υποστήριξη της Εθνικής Φρουράς και της ΕΟΚΑ Β’, εναντίον του Μακαρίου, δεν ήταν απλώς μια πράξη εσωτερικής ανατροπής. Ήταν ένα στρατηγικό αυτογκόλ σε παγκόσμια κλίμακα: έδωσε στην Τουρκία το «νόμιμο» πρόσχημα να ενεργοποιήσει το Σύμφωνο Εγγυήσεως και να εισβάλει ως “προστάτιδα δύναμη”. Οι Τούρκοι είχαν, στο διπλωματικό παιχνίδι, το άλλοθι – και η ελληνική χούντα τους το προσέφερε απλόχερα.
Η στρατηγική ανοησία της Αθήνας ήταν πολλαπλή:
- Δεν αντιλήφθηκε ότι το διεθνές περιβάλλον είχε μεταβληθεί και δεν ανεχόταν πια φανερά πραξικοπήματα σε μικρές δημοκρατίες.
- Υποτίμησε τη γεωπολιτική αξία της Κύπρου για την Τουρκία.
- Πίστεψε ότι η ένωση θα μπορούσε να επιβληθεί με στρατιωτικό τετελεσμένο, χωρίς διεθνή νομιμοποίηση.
Δεύτερο λάθος: Στρατιωτική αδυναμία και ασυνεννοησία
Η Ελλάδα την περίοδο εκείνη δεν διέθετε ούτε την επιχειρησιακή ετοιμότητα ούτε την γεωστρατηγική πρόσβαση για να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την Κύπρο. Παρότι υπήρχε η ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), δεν υπήρχε σχέδιο άμεσης ενίσχυσης, και οι τουρκικές δυνάμεις είχαν σαφή αεροναυτική υπεροχή.
Η αποστολή ενισχύσεων ήταν αδύνατη λόγω του εναερίου αποκλεισμού και της τουρκικής κυριαρχίας στη θάλασσα. Οι ναυτικές μονάδες του ελληνικού στόλου δεν πλησίασαν ποτέ την Κύπρο, υπό τον φόβο κλιμάκωσης ή λόγω αδυναμίας σχεδιασμού.
Το αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου ήταν θεωρητικό. Οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο ως ξεχωριστές πραγματικότητες, χωρίς ενιαία στρατηγική. Αν υπήρχε κοινό στρατηγείο, εναέρια υπεροχή και σχέδιο απόκρουσης της απόβασης, ίσως η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής να είχε καθυστερήσει ή να είχε περιοριστεί.
Τρίτο λάθος: Η γεωπολιτική τύφλωση του ελλαδικού εθνικισμού
Η ελληνική πλευρά θεώρησε ότι η Κύπρος ήταν «δεδομένη», ότι η ένωση είναι θέμα βούλησης και τόλμης. Αυτό ήταν μια καταστροφική υποτίμηση της Τουρκίας, αλλά και της βρετανικής και αμερικανικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία είχε στρατηγικό σχέδιο, προετοιμασμένο εδώ και χρόνια. Δεν εισέβαλε στην Κύπρο εν θερμώ, αλλά με επιχειρησιακή μεθοδικότητα, γνωρίζοντας πότε το διεθνές σύστημα θα γύριζε την πλάτη. Η Ελλάδα, αντίθετα, λειτουργούσε με ψευδαισθήσεις μεγαλείου, χωρίς ανάλυση ισχύος.
Τέταρτο λάθος: Καμία διπλωματία
Η Ελλάδα του ’74, εκτός του ότι ήταν διεθνώς απομονωμένη λόγω της Χούντας, δεν πρόλαβε καν να αξιοποιήσει διπλωματικά μέσα πριν από την δεύτερη φάση της εισβολής. Δεν ζήτησε προστασία από τον ΟΗΕ εγκαίρως, δεν αξιοποίησε τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις, δεν κλιμάκωσε την υπόθεση σε διεθνή fora πριν τον Αύγουστο.
Ενδεικτικό: η εκεχειρία της 23ης Ιουλίου συμφωνήθηκε υπό πίεση και αοριστίες. Μετά την πτώση της Χούντας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής καλούνταν να διαχειριστεί μια τραγωδία που είχε ήδη δρομολογηθεί — με στρατό αποδιοργανωμένο και χώρα διαλυμένη.
Το αποτέλεσμα
Η Τουρκία δεν νίκησε απλώς την Ελλάδα – εκμεταλλεύτηκε την αυτοκαταστροφή της. Κατέλαβε το 37% του νησιού και εγκαθίδρυσε ένα de facto καθεστώς που παραμένει μέχρι σήμερα, εκμεταλλευόμενη τον ενδοελληνικό διχασμό, τον εθνικιστικό παροξυσμό, την πολιτική ανικανότητα.
Η Κύπρος πληρώνει ακόμα την εθνική αλαζονεία που μπέρδεψε τον πατριωτισμό με την παράνοια, και την ένωση με την υποδούλωση. Αντί να διασφαλίσουμε την ανεξαρτησία του νησιού με σοφία και συμμαχίες, επιχειρήσαμε να το “σώσουμε” με τη βία – και το παραδώσαμε στον κατακτητή.
Επίλογος
Η «νίκη» δεν χάνεται στο πεδίο της μάχης. Χάνεται όταν δεν γνωρίζεις γιατί πολεμάς, ποιος είναι ο εχθρός, και ποιοι είναι οι πραγματικοί σου σύμμαχοι. Το 1974 δεν χάθηκε μόνο η μισή Κύπρος. Χάθηκε η ευκαιρία για ένα ελληνισμό με στρατηγική ωριμότητα και ιστορική επίγνωση.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, το ερώτημα παραμένει επίκαιρο: θα επιμείνουμε στις ίδιες αυταπάτες ή θα οικοδομήσουμε μια νέα γεωπολιτική στρατηγική, με νηφαλιότητα, ισχύ και συνέπεια;