Το κράτος δικαίου, η δικαιοσύνη και εν τέλει οι δημοκρατικοί θεσμοί
απαξιώνονται, τίθενται εν αμφιβόλω και ακυρώνονται συστηματικά
από την κυβέρνηση της ΝΔ – το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου-κόλαφος κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, το επιβεβαιώνει.
Καταργούνται οι θεσμικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης αλλά και τα
δικαιώματα του κατηγορουμένου
Η κυβέρνηση της ΝΔ κινείται στη λογική των «τιμοκαταλόγων»
παντού. Είναι η κυβέρνηση των «τιμοκαταλόγων».
Οδηγός της είναι η ιδιωτικοποίηση-η εμπορευματοποίηση των
πάντων: Στα πεδία της εκπαίδευσης, της υγείας με τις απογευματινές
χειρουργικές επεμβάσεις και εν προκειμένω της δικαιοσύνης, όπου
κυριαρχεί η εισπρακτική λογική. Αυτός που «τα έχει» πληρώνει και
«καθαρίζει».
Εν κατακλείδι, με τις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ, το ποινικό και
σωφρονιστικό σύστημα της χώρας μας, απομακρύνεται από τη
λογική της κοινωνικής επανένταξης και επανακάμπτει στην
αναχρονιστική λογική της τιμώρησης και του κοινωνικού
εξοστρακισμού.
Το νομοσχέδιο για τους Ποινικούς Κώδικες συνιστά αναχρονισμό και
οπισθοδρόμηση
Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος
Παπαηλιού, μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, για το νομοσχέδιο του
Υπουργείου Δικαιοσύνης για τους Ποινικούς Κώδικες, είπε, μεταξύ των
άλλων τα εξής:
Η χώρα και η ελληνική κοινωνία διανύουν μία κρίσιμη περίοδο, κατά την
οποία το κράτος δικαίου, η δικαιοσύνη και εν τέλει οι δημοκρατικοί
θεσμοί απαξιώνονται, τίθενται εν αμφιβόλω και ακυρώνονται
συστηματικά από την κυβέρνηση της ΝΔ – το πρόσφατο ψήφισμα του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-κόλαφος κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, το
επιβεβαιώνει.
Ταυτόχρονα, η ανασφάλεια των πολιτών για ουσιαστικά ζητήματα της
καθημερινότητας κλιμακώνεται. Η βαριά εγκληματικότητα αυξάνεται, ενώ η
κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει την ένταση της ποινικής καταστολής για την
μικρομεσαία εγκληματικότητα και τους ανήλικους παραβάτες.
Το γεγονός ότι, με την υπό κρίση νομοθέτηση, εισάγεται η 17η
τροποποίηση στις διατάξεις των ποινικών κωδίκων από το καλοκαίρι του
2019 που ψηφίστηκαν οι νέοι ποινικοί κώδικες, είναι πρωτοφανές και
προκαλεί ανασφάλεια δικαίου.
Ταυτόχρονα, με τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αφαιρούνται
από την ποινική δίκη δομικά στοιχεία της, αφού εξοβελίζονται ουσιαστικές
εγγυήσεις που μέχρι τώρα διασφαλίζονταν.
Προτάσσεται έτσι ο βαθιά συντηρητικός και ταξικός χαρακτήρας της
ποινικής νομοθεσίας στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος και όχι ο
δικαιοκρατικός και εγγυητικός χαρακτήρας της που χαρακτηρίζει ένα κράτος
δικαίου.
Με τις υπό συζήτηση τροποποιήσεις, το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το
αντίθετο με αυτό που εμφανίζεται ως επιδιωκόμενος σκοπός του
νομοσχεδίου. Δηλαδή, αντί της επιτάχυνσης των δικών και της
αναβάθμισης της ποινικής διαδικασίας, θα υπάρξει περιορισμός των
δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, υποβάθμιση του ρόλου των
συνηγόρων, συμφόρηση των δικαστηρίων, σημαντική αύξηση του αριθμού
των κρατουμένων στα ήδη υπερπλήρη σωφρονιστικά καταστήματα και
ανατροπή της δικαιοπολιτικής και δογματικής ισορροπίας του ποινικού
συστήματος,
Στο σύνολό τους, η επιστημονική κοινότητα και oi λειτουργοί της
δικαιοσύνης στο πεδίο, βρίσκονται «απέναντι», έχοντας καταλήξει ότι οι
βαριές ποινές δεν είναι εκείνες που οδηγούν στην αποτροπή και στην
πάταξη της εγκληματικότητας.
Βάσει του νομοσχεδίου, η φυλακή καθίσταται ο ακρογωνιαίος λίθος της
έκτισης των ποινικών κυρώσεων, καθώς θεωρείται «αποτελεσματική»,
αφού πλήττει το αίσθημα ατιμωρησίας που ευνοεί την εγκληματικότητα. Η
υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης αγνοεί τα πάγια πορίσματα της
εγκληματολογικής θεωρίας και έρευνας που έχουν αναδείξει την
περιορισμένη επίδραση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην
πρόληψη της εγκληματικότητας.
Ειδικότερα, η αντίληψη που εκφράζεται στο νομοσχέδιο βρίσκεται σε πλήρη
αντίθεση με τη διεθνώς αναγνωρισμένη γενική αρχή για τη χρήση της
ποινής κατά της προσωπικής ελευθερίας ως έσχατης επιλογής.
Επίσης το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη την καταλυτική κριτική στην
αόριστη και αξιολογική έννοια της επικινδυνότητας-η «πιθανότητα
επανάληψης του εγκλήματος» που εισάγεται ως προϋπόθεση για τη
χορήγηση της υφ΄ όρους απόλυσης.
Εξάλλου από τις συνέπειες που είναι βέβαιο ότι θα έχει η σχετική εφαρμογή
του νόμου στον αριθμό των κρατουμένων, συνάγεται ότι δεν συνεκτιμάται η
κοινωνική πραγματικότητα των φυλακών, δηλαδή η ζοφερή κατάσταση των
ελληνικών φυλακών και η διεθνής διαπόμπευση της χώρας μέσω των
εκθέσεων διεθνών και ευρωπαικών οργανισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο :
-) Καταργείται η αναλογικότητα μεταξύ αδίκου πράξεως-ενοχής και ποινής.
Ο συνεργός τιμωρειται με την ποινή του αυτουργού !
-) Αυξάνονται οριζόντια και χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση τα όρια των ποινών
(ο εγκλεισμός στη φυλακή), και περιορίζονται οι δυνατότητες αναστολής
έκτισης της ποινής.
-) Περιορίζεται δραστικά το διεθνώς αναγνωρισμένο και ευεργετικό μέτρο
της υφ΄ όρους απόλυσης, καταστρατηγείται πλήρως η έννοια, η λειτουργία
και ο σκοπός της και επαναφέρονται ως κριτήρια ασφαλούς χορήγησής της
προϋποθέσεις πρόγνωσης της υποτροπής, όχι με κριτήριο τη διαγωγή του
κρατούμενου αλλά την επικινδυνότητα της πράξης, η οποία έτσι κρίνεται για
μία φορά ακόμη!
-) Στην αυστηροποίηση των επιβαλλομένων ποινών υπάγονται και οι
ανήλικοι, διευρυνομένου του ανωτάτου ορίου φυλάκισής τους κατά 2
χρόνια.
Θεσμοθετείται η «περισσότερη φυλακή» για τα νέα παιδιά, ενώ η
επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η «περισσότερη
φυλακή» για τους ανήλικους οδηγεί σε περισσότερους παραβάτες.
Η αυξανόμενη παραβατικότητα των ανηλίκων που παρατηρείται τα
τελευταία χρόνια μόνο με κοινωνικές πολιτικές αντιμετωπίζεται, στην
οικογένεια, στο σχολείο, και αλλού.
Με τις αλλαγές στα ηλικιακά όρια των νεαρών ενηλίκων υπονομεύονται οι
πιθανότητες επανένταξής τους στην κοινωνία. Η αλλαγή του ορίου ηλικίας
των νεαρών ενηλίκων-των «μετεφήβων» από τα 25 στα 21 έτη,
συνεπάγεται, ότι οι ποινές αυτών θα εκτίονται σε συγχρωτισμό με
υπότροπους ενήλικες, έμπειρους εγκληματίες και «ισχυρούς» των
φυλακών. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλήγουν νεαρά παιδιά στη φυλακή
χωρίς τελικά να τους δίδεται η δυνατότητα να ξεφύγουν από τον φαύλο
κύκλο της παραβατικότητας, αφού, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση
των διατάξεων για την υφ΄ όρους απόλυση, εξανεμίζεται κάθε προοπτική
ομαλής επανένταξής τους στην κοινωνία.
Επί της ουσίας αλλάζει ολόκληρη της φιλοσοφία του ποινικού και
σωφρονιστικού συστήματος της χώρας, καθώς απομακρ΄τνεται από τη
λογική της κοινωνικής επανένταξης και επανέρχεται στην αναχρονιστική
λογική της τιμώρησης και του κοινωνικού «εξοστρακισμού».
-) Διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος της διατάραξης
λειτουργίας της υπηρεσίας, για να συμπεριληφθούν και τα σχολεία, έτσι
ώστε να καταδικάζονται και οι «ανυπάκοοι» μαθητές.
-) Επανέρχεται το απαράδεκτο και αναποτελεσματικό μέτρο της
χρηματικής ποινής που εξαγοράζει την ελευθερία για τους έχοντες.
«Τιμοκατάλογοι» παντού, στην εκπαίδευση, στην υγεία και εν προκειμένω
στην απονομή της δικαιοσύνης
-) Εισάγεται η αντισυνταγματική διάταξη περί δήμευσης του συνόλου της
περιουσίας για το αδίκημα του εμπρησμού.
Οι συγκεκριμένες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα αντιστοιχούν-
«κουμπώνουν» με τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες
τις συνοδεύουν.
Ουσιαστικά καταργούνται οι θεσμικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης αλλά
και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Η συρρίκνωση των εγγυήσεων για δίκαιη δίκη αποτυπώνονται, ενδεικτικά :
Στον περιορισμό μέχρι κατάργησης της ενδιάμεσης κρίσης, δηλαδή των
βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων, στο όνομα της ταχύτητας, που
όμως εκτός των άλλων θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες καθυστερήσεις
και αμφισβήτηση του ρόλου του φυσικού δικαστή.
Στην αντικατάσταση των τριμελών δικαστηρίων ακόμη και για πολύπλοκες
υποθέσεις, στην ανάθεση της πλειονότητας των ποινικών υποθέσεων σε
μονομελή δικαστήρια (που γίνονται από εξαίρεση κανόνας), στην
καθιέρωση των Τριμελών Πλημμελειοδικείων ως «τρισυπόστατων» και
τέλος στην προβλεπόμενη αποδόμηση του ρόλου των Μικτών Ορκωτών
Δικαστηρίων.
Κρίσιμο σημείο των αλλαγών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αποτελεί
και η εξαίρεση εμφάνισης αστυνομικών και λοιπών προανακριτικών
υπαλλήλων στην ακροαματική διαδικασία. Η προστεθείσα μετά τη
διαβούλευση διάταξη, κατά την οποία αστυνομικοί και λοιποί
προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία θα
καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το
ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την
επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο, δεν
αίρει την εξόχως προβληματική διάταξη στο σύνολό της.
Επίσης προβληματική είναι η πρόβλεψη για αρχειοθέτηση μηνύσεων,
αναφορών κτλ από τον Εισαγγελέα με «συνοπτικά» αιτιολογημένη πράξη
αλλά και η πρόβλεψη που αφορά την παράταση της προσωρινής κράτησης
(άνω των 12 μηνών) για την οποία λαμβάνεται υπόψη η πλήρης ποινή του
εγκλήματος και όχι η τυχόν μειωμένη λόγω απόπειρας ή συνέργειας, αν και
αυτή είναι η μόνη με την οποία απειλείται ο κατηγορούμενος.
Περαιτέρω ταξικού χαρακτήρα αποτελούν οι προβλέψεις που περιορίζουν ή
και ακυρώνουν τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, μάλιστα
αυξάνοντας το κόστος της.
Η κυβέρνηση της ΝΔ κινείται στη λογική των «τιμοκαταλόγων»
παντού. Είναι η κυβέρνηση των «τιμοκαταλόγων».
Είναι αναμενόμενο, αφού οδηγός της είναι η ιδιωτικοποίηση-η
εμπορευματοποίηση των πάντων: Στα πεδία της εκπαίδευσης, της
υγείας με τις απογευματινές χειρουργικές επεμβάσεις και εν
προκειμένω της δικαιοσύνης, όπου κυριαρχεί η εισπρακτική λογική.
Αυτός που «τα έχει» πληρώνει και «καθαρίζει».
Εν κατακλείδι, με τις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ, το ποινικό και
σωφρονιστικό σύστημα της χώρας μας, απομακρύνεται από τη
λογική της κοινωνικής επανένταξης και επανακάμπτει στην
αναχρονιστική λογική της τιμώρησης και του κοινωνικού
εξοστρακισμού.
Το υπό κρίση νομοσχέδιο συνιστά αναχρονισμό και οπισθοδρόμηση.
Φοβάμαι, όχι γιατί η ΝΔ θα πληρώσει τα επίχειρα, αλλά η χώρα και η νέα
γενιά.