του Βασίλη Τ.
Εδώ και δεκαετίες, η Σπάρτη – μία από τις πιο εμβληματικές πόλεις του αρχαίου κόσμου – αντιμετωπίζεται από την κεντρική διοίκηση με ακατανόητη αδιαφορία. Η πρόσφατη παρέμβαση του πρώην υφυπουργού και δημάρχου Σπάρτης, Πέτρου Δούκα, έρχεται να φωτίσει με ψυχρή καθαρότητα μια θλιβερή πραγματικότητα: το Υπουργείο Πολιτισμού, αντί να ηγείται, αρκείται στον ρόλο του αργοκίνητου θεατή.
Η έγκριση της δημοπράτησης του «Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης», που υπογράφηκε στις 27 Μαρτίου 2025, είναι μεν ένα βήμα προς τα εμπρός, όμως στερείται οποιασδήποτε σοβαρής εγγύησης για την επιτυχή υλοποίηση του έργου. Όπως επισημαίνει ο Πέτρος Δούκας σε δημόσια επιστολή του προς την Υπουργό Πολιτισμού:
«Δεν εμφανίζεται κανένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των επόμενων σταδίων, ούτε εμφανίζονται με κάποια λεπτομέρεια τα επόμενα βήματα και στάδια, ούτε φαίνεται να υπάρχει κάποιος σαφώς υπεύθυνος και υπόλογος για τυχόν καθυστερήσεις ή κακοτεχνίες.»
Αυτό δεν είναι μια απλή διοικητική έλλειψη. Είναι θεσμική αστοχία. Όταν η δημοπράτηση γίνεται χωρίς διαφάνεια στον προγραμματισμό, χωρίς χρονικούς στόχους και χωρίς διοικητική λογοδοσία, η πιθανότητα το έργο να παραμείνει στα χαρτιά αυξάνεται εκθετικά.
Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος χρηματοδοτεί, το Υπουργείο σιωπά
Αλλά δεν είναι μόνο το νέο μουσείο. Ο Πέτρος Δούκας καταγγέλλει με σαφήνεια και την απουσία εποπτείας στην ανακαίνιση του ιστορικού Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης, έργο που έχει την τιμή να χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Αντί να υπάρχει δημόσια πληροφόρηση για την πρόοδό του, επικρατεί σιγή. Ποιος είναι ο επόπτης; Ποια είναι η φάση του έργου; Πότε θα παραδοθεί;
Η αδιαφορία του Υπουργείου Πολιτισμού ακυρώνει την προσφορά του ιδιωτικού τομέα και στέλνει μήνυμα αναξιοπιστίας προς κάθε χορηγό που ενδέχεται να επενδύσει σε έργα πολιτιστικής υποδομής στο μέλλον.
Μυστράς: Αναστήλωση-φάντασμα 40 ετών
Η περίπτωση του Παλατιού των Παλαιολόγων στον Μυστρά αγγίζει τα όρια του διοικητικού εξευτελισμού. Οι πρώτες εργασίες ξεκίνησαν το 1984, σύμφωνα με τη Wikipedia, και έκτοτε συνεχίζονται «περαιτέρω σημαντικές εργασίες» για τέσσερις δεκαετίες. Όπως σημειώνει με οργή ο Δούκας: «Μπαίνουμε στον Απρίλιο του 2025! Δηλαδή ανεκδιήγητες καθυστερήσεις και κανένας υπεύθυνος!»
Ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα ανεχόταν τέτοια κατάντια σε μνημείο εμβληματικής βυζαντινής κληρονομιάς; Η καθυστέρηση δεν είναι πλέον απλή δυσλειτουργία. Είναι εθνική ντροπή.
Η προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: Μια χαμένη χρυσή ευκαιρία
Τον Δεκέμβριο του 2024, ήρθε στο φως μια συγκλονιστική αποκάλυψη: η προσωπογραφία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, στο καθολικό της Παλαιάς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Το εύρημα προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον και θα μπορούσε να μετατραπεί σε πολιτιστικό εργαλείο ανάδειξης της βυζαντινής κληρονομιάς της χώρας.
Αντί να δρομολογηθεί μία ευρεία καμπάνια προβολής και επιστημονικής διερεύνησης, το Υπουργείο Πολιτισμού επέλεξε τη γνωστή τακτική της παθητικής εγκατάλειψης. Η ανεπανάληπτη αυτή ανακάλυψη μετατράπηκε σε υποσημείωση του δελτίου Τύπου. Καμία ανάδειξη, καμία μουσειολογική στρατηγική, καμία αξιοποίηση.
Η ανάγκη για πλήρη θεσμική αναμόρφωση
Το ερώτημα πλέον δεν είναι μόνο γιατί δεν γίνονται τα έργα, αλλά ποιος ακριβώς ευθύνεται για αυτή την ακινησία. Ο Πέτρος Δούκας προτείνει, και δικαίως, την εισαγωγή αυστηρών κριτηρίων συνεχούς αξιολόγησης των υπαλλήλων και στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και την ξεκάθαρη ανάθεση ευθύνης για κάθε έργο: ποιος το παρακολουθεί, ποιος λογοδοτεί, ποιος απολογείται.
Αυτή τη στιγμή, η Σπάρτη, ο Μυστράς, και ολόκληρη η πολιτιστική κληρονομιά της Λακωνίας βρίσκονται στα χέρια ενός αόρατου μηχανισμού. Ενός μηχανισμού που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν παράγει έργο, και – το χειρότερο – δεν αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί για την αποτυχία του.
Ήρθε η ώρα για αλλαγή κουλτούρας. Για τη θεσμοθέτηση ενός πλαισίου απόλυτης λογοδοσίας, για την ενίσχυση της διαφάνειας, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος.
Αν το Υπουργείο Πολιτισμού συνεχίσει να αντιμετωπίζει τη Σπάρτη σαν έναν επαρχιακό σταθμό χωρίς σημασία, τότε το πρόβλημα δεν είναι πια διοικητικό. Είναι πολιτικό, ηθικό και βαθιά εθνικό.