Σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του 1890, αποτυπώνεται το γεροντικό πρόσωπο ενός άνδρα που μοιάζει να κουβαλά στους ώμους του έναν ολόκληρο αιώνα Ιστορίας. Με βλέμμα που διατηρεί ακόμη τη σπίθα της νεότητας και χέρια χαραγμένα από τη σκληραγωγία και τη μάχη, ο Ηλίας Πετώνης στέκεται μπροστά μας όχι απλώς ως επιζών, αλλά ως ζωντανό σύμβολο μιας εποχής ηρωισμού και αυταπάρνησης. Ήταν τότε 100 ετών, τελευταίος από τους 117 ανδρείους που είχαν οχυρωθεί στο Χάνι της Γραβιάς το Μάιο του 1821, απέναντι στις πολυάριθμες δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη.
Το όνομά του στην πραγματικότητα ήταν Ηλίας Κατσάκος. Μανιάτης στην καταγωγή, από εκείνη τη γη του Ταΰγετου που δεν γνώρισε ποτέ την υποταγή και δεν έστειλε ποτέ φόρο στον Σουλτάνο. Το προσωνύμιο “Πετώνης” του το απέδωσε ο ίδιος ο Οδυσσέας Ανδρούτσος – πολεμιστής και στρατηγός της καρδιάς του λαού – εξαιτίας της μοναδικής του ευλυγισίας και της αστραπιαίας του κίνησης στις βουνοκορφές και τα δύσβατα περάσματα. «Πετούσε» στα βράχια, έλεγαν όσοι τον έβλεπαν να πολεμά. Έτσι το προσωνύμιο έγινε επίθετο, και το επίθετο μύθος.
Ο Πετώνης έζησε μια ζωή απλωμένη ανάμεσα σε τρεις αιώνες. Γεννημένος το 1790, όταν ο Ελληνικός Διαφωτισμός βρισκόταν σε άνθιση με μορφές όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φεραίος να σπέρνουν τις πρώτες ιδέες ελευθερίας, πέθανε το 1896 σε ηλικία 106 ετών, έχοντας δει μια Ελλάδα από υπόδουλη να γίνεται ανεξάρτητη και να πορεύεται ως νεοσύστατο κράτος.
Το 1888, 67 χρόνια μετά τη μάχη της Γραβιάς, ο Πετώνης παραβρέθηκε στα εγκαίνια του μνημείου που ανεγέρθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν το περίφημο χάνι. Η τελετή έγινε με μεγαλοπρέπεια και παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου Α’. Μαζί του, τέσσερις ακόμη επιζώντες ή συγγενείς ηρώων του Αγώνα εντοπίστηκαν: ο Ανδρέας Λαΐνης, ο Ανδρέας Ηλιόπουλος και η χήρα του Παρασκευά Κουρκουμέλη με τις κόρες της. Ανάμεσά τους, ο Μανιάτης πολεμιστής στεκόταν σαν έμβλημα των περασμένων μεγαλείων, απόδειξη ότι η λεβεντιά δεν φθείρεται από τον χρόνο.
Η παρουσία του σε εκείνη την τελετή δεν ήταν τυχαία. Ήταν μια στιγμή που οι νεότερες γενιές συναντούσαν, σχεδόν με δέος, έναν από τους τελευταίους μάρτυρες ενός αγώνα θεμελιακού για την ύπαρξη της σύγχρονης Ελλάδας. Και ο Πετώνης εκπροσωπούσε όχι μόνο τους συμπολεμιστές του, αλλά και ολόκληρη τη Μάνη, την πατρογονική του γη, που είχε πρωτοστατήσει στην Επανάσταση του 1821.
Η Μάνη δεν περίμενε κανένα κάλεσμα για να σηκώσει το λάβαρο της ελευθερίας. Ήδη από τον Μάρτιο του 1821, στην Αρεόπολη, οι Μανιάτες, υπό την ηγεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ορκίζονταν «Νίκη ή Θάνατος» και ξεκινούσαν πρώτοι τη φωτιά του Αγώνα. Η Μάνη, λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης, της ορεινής μορφολογίας και του αγέρωχου πνεύματος των κατοίκων της, είχε διατηρήσει πάντα μια ιδιότυπη αυτονομία, ακόμη και υπό την οθωμανική κυριαρχία. Τα πυργόσπιτα των μανιάτικων οικογενειών, τα φαράγγια, τα λιθόστρωτα μονοπάτια και οι απότομες ακτές της, γέννησαν έναν λαό σκληρό, αυτάρκη, και ανυπότακτο.
Από εκεί προήλθαν δεκάδες ήρωες που σφράγισαν το ’21: ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που έπεσε μαχόμενος στη Σφακτηρία· ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, που πολέμησε μέχρι την πτώση του Μεσολογγίου· ο Κοσμάς Γρηγοράκης, ο Αντώνης Κουμουνδουράκης, και τόσοι άλλοι, λιγότερο γνωστοί, αλλά εξίσου σημαντικοί. Η Μάνη δεν έστειλε μόνο άντρες· έστειλε φλόγες.
Ο Πετώνης, όπως και άλλοι Μανιάτες αγωνιστές, ενσωματώθηκε στις εθελοντικές ομάδες που πολεμούσαν όπου χρειαζόταν, από τα βουνά της Ρούμελης έως την Πελοπόννησο και τα νησιά. Αν και η μάχη της Γραβιάς έχει ταυτιστεί κυρίως με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ήταν μια συλλογική πράξη αυτοθυσίας, όπου πολεμιστές από διάφορες περιοχές της Ελλάδας ένωσαν τις δυνάμεις τους για να ανακόψουν την επέλαση των Οθωμανών προς την επαναστατημένη Πελοπόννησο. Η συμβολή των Μανιατών, εξοικειωμένων με την ανταρτοπόλεμο και τις σκληρές συνθήκες, ήταν καθοριστική.
Η φυσιογνωμία του Πετώνη, όπως διασώζεται στη φωτογραφία του 1890, είναι πολύτιμη όχι μόνο γιατί αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα εικονικά τεκμήρια αγωνιστών της Επανάστασης, αλλά και γιατί φέρει τη σπάνια συνύπαρξη τριών ιστορικών φάσεων: το τέλος του 18ου αιώνα και την εποχή των Διαφωτιστών, την τέφρα και τη φωτιά του 19ου με την Επανάσταση και την ανασυγκρότηση, και το κατώφλι του 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα έμπαινε διστακτικά στην εποχή των εθνικών πολέμων και του εκσυγχρονισμού.
Ο Πετώνης, ένας άνθρωπος του λαού, πολέμησε χωρίς να ζητήσει τίτλους, αξιώματα ή γαίες. Δεν έγινε ήρωας γιατί το επεδίωξε – έγινε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν προϊόν μιας εποχής όπου η ελευθερία δεν ήταν έννοια αφηρημένη, αλλά καθημερινή ανάγκη. Και η Μάνη, που ακόμη και σήμερα διατηρεί κάτι από την άγρια αξιοπρέπειά της, τον γέννησε και τον κατεύθυνε στον δρόμο της αρετής.
Μια χώρα που ξεχνά τέτοιους ανθρώπους, χάνει το νήμα της ιστορίας της. Ο Ηλίας Πετώνης δεν ζητά αγάλματα ή εορτές. Ζητά να τον θυμόμαστε. Να του μοιάσουμε. Να μην ξεχνάμε ότι η ελευθερία, όπως έλεγε ο Ρήγας, κερδίζεται με αίμα, με κόπο και με νου. Και αν κάτι διδάσκει η ζωή του, είναι ότι το αγωνιστικό φρόνημα δεν πεθαίνει – απλώς περιμένει, σιωπηλό, σε μια φωτογραφία, να το ανακαλύψουμε ξανά.