Στην καρδιὰ τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, στὴν Ἀκρόπολη, δέσποζε ὁ ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς Χαλκιοίκου, μιὰ ἐκ τῶν σημαντικωτέρων λακωνικῶν λατρευτικῶν ἐστιῶν. Τὸ προσωνύμιο «Χαλκίοικος», ποὺ σημαίνει «μὲ χάλκινους τοίχους» ἢ «μὲ χάλκινη στέγη», ἀναφέρεται στὴν ἐπένδυση τοῦ ναοῦ μὲ χαλκίνες πλάκες, ποὺ θάμπωναν στὸ φῶς τοῦ ἡλίου, καθιστῶντας τὸ ἱερὸ ἀναγνωρίσιμο ἀπὸ μακριά.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ναὸς ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν Γιττιάδα, ἐπιφανῆ Σπαρτιάτη ἀρχιτέκτονα, ποιητὴ καὶ γλύπτη τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., καὶ ἐστέγαζε ἀγάλματα τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Διὸς. Ὁ ναὸς ἀποτέλεσε πνευματικὸ καὶ πολιτικὸ σύμβολο τῆς πόλεως, συνδέοντας τὴν ἀρετὴ τοῦ πολεμιστοῦ μὲ τὴν σοφία τῆς θεᾶς.
Ἡ ἐικονιζόμενη ὑποθετικὴ ἀνακατασκευὴ βασίζεται στὶς σωζόμενες ἀναφορὲς ἀρχαίων συγγραφέων (Παυσανίας) καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα. Στόχος εἶναι ἡ ἀναβίωση τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς ἱερουργικῆς δύναμης ποὺ ἀνέδιδε αὐτὸ τὸ μοναδικὸ λακωνικὸ ἱερὸ.