Σε πείσμα της συντονισμένης προσπάθειας «αποδόμησης» της ιστορικής μνήμης, η αλήθεια για το Κρυφό Σχολειό στέκεται ακλόνητη. Όχι ως μύθος, όπως διατείνονται κάποιοι αναθεωρητές ιστορικοί της ακαδημαϊκής ανακύκλωσης, αλλά ως ιστορικό γεγονός, τεκμηριωμένο μέσα από δεκάδες πρωτογενείς πηγές και βιωμένες μαρτυρίες. Και στο επίκεντρο αυτής της ιστορικής πραγματικότητας βρίσκεται η Εκκλησία, φύλακας της γλώσσας, της πίστης και της παιδείας του υπόδουλου Γένους.
Η μεθοδευμένη αμφισβήτηση του Κρυφού Σχολειού, με αφορμή το έργο του Άλκη Αγγέλου (1997), προσπαθεί να χτίσει ένα αφήγημα όπου ποτέ δεν απαγορεύθηκε η παιδεία και άρα δεν υπήρχε ανάγκη για μυστική εκπαίδευση. Όμως το έργο του Γιώργου Κεκαυμένου «Κρυφό Σχολειό – Το Χρονικό μιας Ιστορίας» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012) έρχεται να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια. Με πλήθος αυθεντικών πηγών από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα, αποδεικνύει ότι η Εκκλησία λειτούργησε συστηματικά ως θεματοφύλακας του ελληνικού λόγου, πολλές φορές με τίμημα τη ζωή των λειτουργών της.
Ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος Σχολάριος, το διατύπωσε καθαρά το 1460: «πού τα παιδευτήρια της σοφίας; Κατεπόθησαν υπό του Μωάμεθ». Ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το 1570, ο Χριστόφορος Άγγελος το 1607, ο George Sandys και ο Μελέτιος Πηγάς καταγράφουν διώξεις κατά της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος το 1627 και ο διάδοχός του Γεράσιμος το 1631 επιβεβαιώνουν τον διωγμό της γνώσης. Ο Άγγλος διπλωμάτης Sir Paul Rycaut, το 1678, μαρτυρεί την ύπαρξη και λειτουργία κρυφών σχολείων και εκκλησιών με τα ίδια του τα μάτια.
Αλλά και μέσα στον 18ο και 19ο αιώνα, οι μαρτυρίες συνεχίζονται. Ο Μακάριος Χριστιανόπουλος το 1743, ο Ευγένιος Βούλγαρις το 1771, ο Κωνσταντίνος Κούμας το 1777, ο Αδαμάντιος Κοραής το 1801, ο Νίκος Δραγούμης, ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ακόμα και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), καταγράφουν γεγονότα, λόγια και συνθήκες που μαρτυρούν ότι τα σχολεία λειτουργούσαν «εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».
Και μέσα σε όλο αυτό το ιστορικό βάθος, η Εκκλησία δεν είναι απλώς παρούσα – είναι η ραχοκοκαλιά αυτής της αντίστασης. Οι ιερείς δεν ήταν απλώς λειτουργοί του Θεού, αλλά και διδάσκαλοι του Γένους. Σε κάθε μοναστήρι, σε κάθε εκκλησία, ακόμα και σε υπόγειες κρύπτες και νάρθηκες, οργανώνονταν μαθήματα ανάγνωσης και γραφής, κατήχησης και ιστορικής μνήμης. Τα εκκλησιαστικά βιβλία έγιναν τα πρώτα αναγνωστικά. Τα ψαλτήρια και τα Οκτωήχια δίδασκαν όχι μόνο πίστη αλλά και γλώσσα, ήθος και ιστορική συνέχεια.
Όσοι υποστηρίζουν πως δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό παραβλέπουν –εσκεμμένα ή αφελώς– τις ίδιες τις πηγές που δήθεν υπερασπίζονται. Ο Άλκης Αγγέλου παραδέχεται ο ίδιος ότι η πρώτη γραπτή αναφορά προέρχεται από το 1822, από τον Στέφανο Κανέλλο, ενώ η παιδεία υπό απειλή αναφέρεται ήδη από τον 15ο αιώνα! Πώς, λοιπόν, δεν υπήρξε ανάγκη για κρυφή εκπαίδευση; Πώς αρνούνται την πραγματικότητα όσων κινδύνευαν για να διαβάσουν και να διδάξουν ελληνικά;
Η Εκκλησία δεν διατήρησε απλώς τη φλόγα της πίστης, αλλά και της παιδείας. Ήταν αυτή που μέσα στον ζόφο της σκλαβιάς έπλασε τη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας. Οι μοναχοί και οι ιερείς ήταν οι πρώτοι παιδαγωγοί του υπόδουλου ελληνισμού. Δεν είναι τυχαίο που, στην Επανάσταση του 1821, η παιδεία ήταν ήδη καρπός σκληρής και σιωπηρής εργασίας δεκαετιών.
Το Κρυφό Σχολειό υπήρξε. Όχι μόνο ως τόπος, αλλά ως σύμβολο. Κι αυτό το σύμβολο το υπερασπίστηκε η Εκκλησία, όταν άλλοι σώπαιναν ή συνεργάζονταν. Οφείλουμε, λοιπόν, όχι να αμφισβητούμε με επιπόλαιες γενικεύσεις και δανεικές ιδεοληψίες, αλλά να τιμούμε εκείνους που κράτησαν άσβεστο το φως της γνώσης μέσα στο σκοτάδι. Και σε αυτόν τον τιτάνιο αγώνα, η Εκκλησία ήταν και παραμένει η μεγάλη πρωταγωνίστρια.