Σαν σήμερα, στις 24 Μαρτίου 1934, ένας άνθρωπος βρέθηκε νεκρός στην παράγκα του στη Μυτιλήνη. Ήταν φτωχός, ταλαιπωρημένος, περιθωριοποιημένος. Επαγγελματικά ήταν «σοβατζής», δηλαδή ασχολούνταν με τα επιχρίσματα. Κανείς, εκείνη τη στιγμή, δεν υποψιαζόταν πως με τον θάνατό του θα γεννιόταν ένας θρύλος. Κανείς δεν γνώριζε πως αυτός ο άσημος τεχνίτης ονομαζόταν Θεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ, και πως μέσα του έκρυβε έναν από τους σημαντικότερους λαϊκούς ζωγράφους στην ιστορία της Ελλάδας.
Όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης, «μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο». Αυτή η πρώτη φράση μοιάζει με αρχή παραμυθιού. Και πράγματι, η ζωή του Θεόφιλου ήταν κάτι μεταξύ τραγωδίας και παραμυθιού· ένας βίος γεμάτος πόνο, παρανοήσεις, μοναξιά, αλλά και φλόγα δημιουργίας.
Η λέξη “φουστανελάς” δεν είναι τυχαία. Ο Θεόφιλος ντυνόταν με την εθνική φορεσιά των προγόνων μας, αρματωμένος όχι με όπλα, αλλά με χρώματα και πινέλα. «Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους», μας λέει ο Σεφέρης. Ήταν σαν να είχε πάρει όρκο να πολεμήσει, όχι με σπαθί και όπλο, αλλά με τη ζωγραφική του· να υπερασπιστεί την ιστορική και λαϊκή μας ταυτότητα με εικόνες.
Περιπλανιόταν σαν λαϊκός αγιογράφος στα χωριά της Λέσβου, του Πηλίου και του Βόλου. «Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του». Δεν είχε κάποιο προσωπικό όραμα τέχνης προς έκθεση· ζωγράφιζε για να επιβιώσει, για λίγες δραχμές, για φαγητό ή στέγη. Και όμως, αυτό το απλό, το ταπεινό έργο είχε μέσα του κάτι βαθύτερο – την αγνή έκφραση του λαϊκού αισθήματος, της ιστορικής μνήμης, της παράδοσης.
Στον Άνω Βόλο, σώζονται ακόμα κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από τον ίδιο. Στη Μυτιλήνη, σε καφενεία και μαγαζιά, το χέρι του άφησε σημάδια. «Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του — αν σώζουνται ακόμη». Αυτά τα έργα, πολλές φορές καταχωνιασμένα πίσω από νεότερους σοβάδες, είναι ιστορικά τεκμήρια μιας άλλης Ελλάδας: της αγροτικής, της ρομαντικής, της εθνικά ευαίσθητης.
Όμως η εποχή του Θεόφιλου δεν ήταν έτοιμη να τον κατανοήσει. Ο κόσμος τον έβλεπε σαν περίεργο, σχεδόν ως τρελό. «Ο κόσμος τον περιγελούσε», γράφει ο Σεφέρης. Και η απόρριψη δεν ήταν πάντα λεκτική: «Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ’σπασαν ένα δυο κόκαλα». Η φράση αυτή σοκάρει. Δείχνει την άγνοια και τη βία που μπορεί να προκαλέσει μια κοινωνία όταν αδυνατεί να αναγνωρίσει το ταλέντο που δεν ταιριάζει με τα πρότυπά της.
Και όμως, «ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε». Η επιμονή του ήταν σχεδόν ηρωική. Ένας άνθρωπος γεμάτος σωματικές και κοινωνικές πληγές, που εξακολουθούσε να δημιουργεί. Χρησιμοποιούσε ό,τι υλικό έβρισκε μπροστά του. «Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι». Η έλλειψη υλικών δεν τον σταματούσε. Η ανάγκη του για δημιουργία υπερίσχυε των συνθηκών. Και αυτό είναι ίσως το βαθύτερο μήνυμα του Θεόφιλου: η τέχνη ως εσωτερική ανάγκη, όχι ως επάγγελμα ή επιτήδευση.
Μόνο κάποιοι νέοι τον αναγνώριζαν. «Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί», λέει ειρωνικά ο Σεφέρης. Οι νέοι με ανήσυχο βλέμμα, εκείνοι που αντιλαμβάνονταν την αυθεντικότητα της λαϊκής τέχνης, ήταν οι μόνοι που έβλεπαν κάτι σημαντικό στο έργο του. Όχι οι καθηγητές και οι κριτικοί· όχι το επίσημο κράτος ή οι πολιτιστικοί θεσμοί.
Και ύστερα, όπως συμβαίνει συχνά στη χώρα μας, έπρεπε να έρθει η αναγνώριση απ’ έξω. Ένας ταξιδιώτης από τη Γαλλία, ο Τεριαντ, τον ανακάλυψε. «Και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα». Κι εκείνοι, με την απόσταση και το καθαρότερο βλέμμα, είδαν ό,τι δεν είχαμε δει εμείς. «Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος».
Και τότε εμείς, στην Αθήνα, «μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα». Ακριβώς όπως και σήμερα μένουμε έκπληκτοι όταν μαθαίνουμε ότι οι ήρωες μας είναι δίπλα μας, αλλά τους προσπερνάμε. Ο Θεόφιλος, όπως και τόσοι άλλοι, χρειάστηκε να πεθάνει για να τον καταλάβουμε.
Ο Σεφέρης καταλήγει με έναν στοχασμό που είναι πιο επίκαιρος από ποτέ:
«Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό».
Ο Θεόφιλος, με την τέχνη του, δίδασκε. Όχι θεωρίες, αλλά βιώματα. Όχι «σχολές», αλλά αισθήματα. Η τέχνη του ήταν αυθόρμητη, πηγαία, ανεπιτήδευτη. Έδειχνε το μεγαλείο του ελληνικού λαού, όχι μέσα από την πολιτική ή τα πανεπιστήμια, αλλά μέσα από τις εικόνες των ηρώων, τα τοπία των χωριών, τους θρύλους που περνούσαν από γενιά σε γενιά.
Η Ελλάδα σήμερα έχει ανάγκη από τέτοιους Θεόφιλους. Από ανθρώπους που δημιουργούν, όχι για την αγορά ή την προβολή, αλλά γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Από τέχνη που ξεκινά από την ψυχή και απευθύνεται στην ψυχή. Και κυρίως έχει ανάγκη να μάθει να βλέπει τους Θεόφιλους της εποχής της πριν πεθάνουν.
Η επόμενη φορά που θα περάσουμε μπροστά από έναν μισογκρεμισμένο τοίχο με μια παιδική ζωγραφιά ή από μια καφενειακή τοιχογραφία ξεχασμένη, ας θυμηθούμε τον Θεόφιλο. Ίσως να μιλά πάλι μέσα απ’ το χρώμα. Ίσως να περιμένει, ξανά, να τον ανακαλύψουμε.