Ο ήλιος έγερνε αργά πάνω από τη Σπάρτη, βάφοντας τον ουρανό με ρόδινες και χρυσαφένιες αποχρώσεις. Στους κήπους του παλατιού, μια νεαρή κοπέλα περπατούσε ξυπόλητη ανάμεσα στις ανθισμένες λεβάντες. Η Ερμιόνη, η κόρη της Ελένης και του Μενέλαου, μεγάλωσε μέσα σε αρώματα και χρώματα, σε ένα παλάτι όπου τα μάρμαρα έλαμπαν σαν καθρέφτες και οι αυλές ήταν γεμάτες με το τραγούδι των πουλιών.
Τα ξανθά της μαλλιά λαμπύριζαν στον ήλιο, κι όλοι έλεγαν πως η ομορφιά της δεν υπολειπόταν εκείνης της μητέρας της. Όμως τα μάτια της είχαν μια μελαγχολία, μια σκιά που δεν έφευγε ποτέ. Ίσως γιατί η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που γεννήθηκε.
Το Πεπρωμένο της Πριγκίπισσας
Όταν η μητέρα της έφυγε για την Τροία με τον Πάρη, η Ερμιόνη ήταν μόλις εννιά χρόνων. Η παιδική της ηλικία τέλειωσε απότομα. Η Σπάρτη ολόκληρη συγκλονίστηκε από το σκάνδαλο, και τα χαμόγελα έσβησαν. Ο πόλεμος ξεκίνησε, κι η Ερμιόνη μεγάλωσε σε έναν κόσμο γεμάτο πολεμιστές και μηχανορραφίες.
Ο πατέρας της, ο Μενέλαος, αποφάσισε για τη ζωή της πριν ακόμα εκείνη μπορέσει να διαλέξει. Την υποσχέθηκε στον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα. Ένας πολεμιστής αντάξιος της καταγωγής της, ένας άντρας σκληρός, γαλουχημένος στο αίμα και τη φωτιά της μάχης. Όμως, η Ερμιόνη δεν ήταν μόνο δική του. Ο παππούς της, ο Τυνδάρεως, την είχε ήδη τάξει στον Ορέστη, τον γιο του Αγαμέμνονα. Ήταν μια γυναίκα μοιρασμένη στα χέρια των ανδρών, ένα τρόπαιο, μια υπόσχεση εξουσίας.
Γάμος δίχως αγάπη, παλάτι δίχως χαρά
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Μενέλαος οργάνωσε έναν μεγαλοπρεπή γάμο. Η Ερμιόνη ντύθηκε νύφη, αλλά η καρδιά της ήταν παγωμένη. Οι ραφές του φορέματός της ήταν σφιγμένες σαν δεσμά. Στην αίθουσα του συμποσίου, το κρασί χυνόταν σε χρυσά κύπελλα και οι ύμνοι των αυλών γέμιζαν τον αέρα, μα εκείνη ένιωθε σαν αγρίμι μέσα σε κλουβί.
Και πράγματι, η ζωή της δίπλα στον Νεοπτόλεμο έμοιαζε με φυλακή. Ήταν ένας πολεμιστής, ένας άντρας που ήξερε μόνο μάχη και αρπαγή. Δεν της έδωσε ποτέ τη θέση που της άξιζε. Η καρδιά του ανήκε αλλού. Όταν γύρισε από την Τροία, είχε φέρει μαζί του μια άλλη γυναίκα – την Ανδρομάχη, τη χήρα του Έκτορα, μαζί με τον γιο της, τον μικρό Μολοσσό.
Το παλάτι της Ηπείρου δεν έγινε ποτέ σπίτι της. Οι τοίχοι ήταν ψυχροί, η νύχτα άδεια, και κάθε γέλιο που έβγαινε από το στόμα της Ανδρομάχης τη διαπερνούσε σαν στιλέτο. Ήταν βασίλισσα, κι όμως ήταν μόνη.
Δεν είχε παιδιά. Και η ατεκνία της έγινε ακόμα ένα αγκάθι στην καρδιά της. Ζήλευε. Ζήλευε την Ανδρομάχη, τη γυναίκα που, αν και αιχμάλωτη, είχε κάτι που εκείνη δεν είχε – έναν γιο, έναν διάδοχο. Η ζήλια της έγινε θυμός. Οργή φλόγιζε το αίμα της, όπως η φωτιά που καίει τα ξερά κλαδιά.
Μέσα στην απελπισία της, αποφάσισε να την καταστρέψει. Κατηγόρησε την Ανδρομάχη πως είχε μαγέψει τη μήτρα της και την έκανε στείρα. Οι κατηγορίες αυτές ήταν αρκετές για να την οδηγήσουν στον θάνατο. Όμως η Ανδρομάχη σώθηκε, και η Ερμιόνη έμεινε πάλι μόνη, να πνίγεται στο ίδιο της το δηλητήριο.
Η Ανατροπή: Αίμα στους Δελφούς
Ο Ορέστης δεν ξέχασε ποτέ την υπόσχεση που του είχαν δώσει. Όταν έμαθε πως ο Νεοπτόλεμος είχε πάρει την Ερμιόνη, το μίσος θέριεψε μέσα του.
Και τότε, το πεπρωμένο τους ενώθηκε ξανά στους Δελφούς.
Ο Νεοπτόλεμος, λένε, πήγε να τιμήσει τον θεό Απόλλωνα. Δεν ήξερε πως εκεί τον περίμενε ο θάνατος. Ο Ορέστης, διψασμένος για δικαίωση, τον αντιμετώπισε στον ιερό χώρο. Οι φωνές αντήχησαν στους ναούς, το χάλκινο φως των όπλων γέμισε τον αέρα.
Το αίμα πότισε τα ιερά μάρμαρα. Ο Νεοπτόλεμος έπεσε νεκρός, κι η Ερμιόνη πέρασε στα χέρια του άντρα που την περίμενε τόσα χρόνια.
Αυτή τη φορά, ο γάμος της δεν ήταν κατάρα. Έγινε μητέρα. Ο γιος της, ο Τισσαμένος, έγινε ο τελευταίος βασιλιάς της Σπάρτης.
Μνήμη και Αθανασία
Οι Σπαρτιάτες δεν την ξέχασαν. Ένα άγαλμα στήθηκε στους Δελφούς προς τιμήν της, έργο του περίφημου γλύπτη Κάλαμι (440-435 π.Χ.). Ήταν η μορφή της σμιλεμένη στο μάρμαρο, τα μαλλιά της ανέμελα σαν χρυσά νήματα, το πρόσωπό της γαλήνιο αλλά βαθύ, σαν θάλασσα που κρύβει μέσα της καταιγίδες.
Ο Παυσανίας, ο περιηγητής, θαύμασε το έργο και το περιέγραψε στα γραπτά του. Όμως οι αιώνες πέρασαν, και η Ερμιόνη χάθηκε ξανά.
Σήμερα, το κεφάλι του αγάλματός της βρίσκεται στο Μουσείο Ερμιτάζ στη Ρωσία, μακριά από τη γη που τη γέννησε. Η “Σπάρτη – Ανοχύρωτη Πόλη”, μια ομάδα πολιτών, αγωνίζεται για την επιστροφή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, διεκδικώντας την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης.
Γιατί η Ερμιόνη ανήκει στη Σπάρτη. Ανήκει στις αυλές όπου περπάτησε ξυπόλητη παιδί, στα παλάτια όπου έκλαψε, στα μονοπάτια όπου την τραβολογούσε η μοίρα. Και το μάρμαρό της περιμένει την επιστροφή του στον τόπο που του αξίζει.