του Τ. Σ.
Η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα. Είναι στάση. Κι η στάση, όταν αποφεύγει το φως, μετατρέπεται σε συνενοχή.
Υπάρχουν λέξεις που βαραίνουν σαν πέτρα, και σιωπές που ηχούν πιο εκκωφαντικά από κάθε κραυγή. Στο πεδίο της δημόσιας ζωής, εκεί όπου ο λόγος οφείλει να είναι εργαλείο διαφάνειας και όχι μηχανισμός υπεκφυγής, αναδεικνύονται μορφές που, αντί να σταθούν απέναντι στο ερώτημα, προτιμούν να αποστρέψουν το βλέμμα. Κι έτσι, έρχεται η ώρα των πέπλων. Όχι ως καταδίκη, αλλά ως συμβολική επισήμανση στάσης και ευθύνης.
Ο διάλογος δεν αποτελεί προαιρετική άσκηση στη δημοκρατία· είναι η αναπνοή της. Όταν ο εκλεγμένος επιλέγει να αποσιωπήσει το ουσιώδες ή να ξεγλιστρήσει από την απάντηση με γενικόλογες παραθέσεις, δεν περιφρουρεί τον ρόλο του – τον ακυρώνει. Εκεί, εμφανίζεται το Μαύρο Πέπλο – ήσυχο στην αφή, αλλά βαρύ στη σημασία του.
Δεν είναι πένθιμο σύμβολο· είναι ο μανδύας της αποχώρησης από τη λογοδοσία. Τυλίγει εκείνους που, αν και διαθέτουν φωνή και βήμα, στέκονται σιωπηλοί. Όχι λόγω σοβαρότητας, αλλά από υπολογισμό. Επικαλούνται το «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή» ή κρύβονται πίσω από τυπικά δελτία τύπου, σαν η αλήθεια να μπορεί να χωρέσει σε λογιστικά κουτάκια.
Πολλοί, από τη στιγμή που αποκτούν αξίωμα, φαντάζονται ότι κατέχουν ασυλία απέναντι στη δημόσια κριτική. Νομίζουν ότι μπορούν να επιλέγουν πότε και πώς θα απαντούν, λες και η ευθύνη είναι περιστασιακό προνόμιο. Όμως η αληθινή δημοκρατία δεν λειτουργεί ως αυλή με θεατές – είναι πλατεία με βλέμματα. Κι η πλατεία έχει μνήμη. Όχι μόνο για τους ενεργούς, αλλά και για τους απόντες.
Το Μαύρο Πέπλο δεν επιβάλλεται από κανέναν· είναι η φυσική απόρροια της απουσίας. Εκείνος που όφειλε να δώσει θέση, επέλεξε να σιωπήσει. Εκείνος που μπορούσε να στηρίξει με επιχειρήματα, επέλεξε να κρυφτεί πίσω από κοινοτοπίες. Γιατί –ας είμαστε ειλικρινείς– όταν κάποιος έχει το δίκιο με το μέρος του, δεν διστάζει να το υπερασπιστεί. Όταν, όμως, το μόνο που κρατά είναι ένα αξίωμα χωρίς περιεχόμενο, τότε η σιωπή μοιάζει η ασφαλέστερη λύση.
Υπάρχει, όμως, και άλλη εκδοχή της αποφυγής: όχι με σιγή, αλλά με λόγια άδεια. Εκείνοι που δεν σιωπούν, αλλά παραπλανούν· που απαντούν χωρίς να θίγουν το ζητούμενο· που γεμίζουν τον χρόνο με φράσεις ηχηρές, μα ουσιαστικά αδρανείς. Για αυτούς προορίζεται το Γκρίζο Πέπλο – πιο ελαφρύ, πιο σύνθετο, αλλά εξίσου αποκαλυπτικό.
Το Γκρίζο Πέπλο δεν σκεπάζει· θολώνει. Τυλίγει ανθρώπους που μιλούν για «οριζόντιες στρατηγικές», «θεσμικά εργαλεία» και «επαναξιολογήσεις», χωρίς να απαντούν σε τίποτα. Είναι οι ρήτορες του ασαφούς. Οι χειριστές της φρασεολογίας που μοιάζει με περιεχόμενο, αλλά είναι κενή από νόημα. Και όσο διαρκεί αυτή η παράσταση, τόσο περισσότερο η κοινωνία χάνει την πίστη της στη δυνατότητα του διαλόγου.
Αυτοί δεν είναι λιγότερο επικίνδυνοι από τους σιωπηλούς. Αντίθετα, είναι πιο ύπουλοι, γιατί προσποιούνται πως είναι παρόντες. Εμφανίζονται σε πάνελ, δίνουν συνεντεύξεις, κρατούν χαμηλούς τόνους, προσφέρουν ωραίες φράσεις. Αλλά στην ουσία, η συμβολή τους στη συζήτηση είναι μηδενική. Η λέξη «ευθύνη» υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, αλλά μόνο ως διακοσμητικό.
Ο δημοσιογράφος δεν είναι εχθρός· είναι μεταφραστής της αγωνίας του πολίτη. Και η ερώτησή του δεν είναι παγίδα, είναι γέφυρα. Αντί να τη διαβούν, προτιμούν να την ανατινάξουν. Άλλοι με αδιαφορία, άλλοι με «πολιτισμένη» πολυλογία. Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι ίδιο: η απομάκρυνση από τον διάλογο.
Φυσικά, ορισμένοι δεν σιωπούν ούτε μιλούν· αγανακτούν. Ενοχλούνται από το θράσος της ερώτησης. Αντιδρούν με στόμφο, υπαινιγμούς και «εξυπνάδες». Πολλές φορές, ο θυμός τους είναι απλώς καπνός που συγκαλύπτει τη γύμνια της θέσης τους. Αν η απάντηση ήταν ξεκάθαρη, δεν θα χρειαζόταν να βγάζουν ατμούς.
Αναρωτιούνται με ειρωνεία ποιος «φοράει πέπλα» σήμερα. Η απάντηση είναι απλή: όποιος κρύβεται. Όποιος νομίζει ότι η δημοσιότητα είναι μονομερής πράξη. Όποιος λησμονεί ότι το να είσαι αιρετός σημαίνει να είσαι εκτεθειμένος – αλλά όχι αόρατος.
Το κοινό, ο λαός, ο «μέσος άνθρωπος», δεν θυμάται πάντα ημερομηνίες και αριθμούς. Θυμάται όμως το πρόσωπο που βγήκε μπροστά όταν όλοι έκαναν πίσω. Θυμάται το βλέμμα που κοίταξε στα ίσια. Θυμάται και το άλλο, εκείνο που έστρεψε το κεφάλι αλλού.
Το Μαύρο και το Γκρίζο Πέπλο δεν είναι τιμωρίες· είναι αποτελέσματα. Δεν τα απονέμουν δημοσιογράφοι, πολίτες ή κάποια «επιτροπή δεοντολογίας». Τα φορά όποιος παραιτείται από την υποχρέωση του λόγου, όποιος απαντά με λέξεις μόνο για να γεμίσει χρόνο, όχι για να μεταδώσει αλήθεια.
Και το πιο ειρωνικό; Αυτοί οι ίδιοι, όταν ξεκινούν τις καμπάνιες τους, διακηρύσσουν «κοινωνική λογοδοσία» και «συμμετοχικότητα». Λες και η παρουσία μπροστά σε κάμερα υποκαθιστά τη γενναιότητα της απάντησης. Ή λες και μια ωραία αφίσα αρκεί για να ξεχαστεί ένα θολό παρελθόν.
Όμως τα πέπλα, όσο διακριτικά κι αν είναι, έχουν βάρος. Και το κουβαλάς. Στην πρώτη συνέντευξη που αποφεύγεις. Στην πρώτη ουσιώδη ερώτηση που μετατρέπεις σε περίτεχνη αποφυγή. Στην πρώτη φορά που, αντί να σταθείς στο ύψος της ευθύνης, διάλεξες τον δρόμο της ασφάλειας.
Γι’ αυτό και αυτή η απονομή δεν είναι τελετουργία· είναι καθημερινότητα. Δεν είναι σφραγίδα· είναι διάφανο αποτύπωμα. Κι αν θέλει κανείς να το αποτινάξει, μπορεί. Με μια λέξη αληθινή. Με μία απολογία ειλικρινή. Με μια δημόσια στάση που θα πει: εδώ είμαι. παρών. κι ας μην τα ξέρω όλα.
Ο πολίτης δεν απαιτεί τελειότητα. Θέλει ειλικρίνεια. Θέλει την παρουσία εκείνου που δεν θα αποδράσει πίσω από φράσεις με νόημα μόνο για γραφειοκράτες. Θέλει μια φωνή που να μη θυμίζει αυτοματισμό δελτίου τύπου. Θέλει να πιστέψει ξανά στον λόγο που έχει παλμό.
Απαντήστε. Παρουσιαστείτε. Αρθείτε στο ύψος των ερωτήσεων.
Αλλιώς, το πέπλο δεν θα πέσει επάνω σας. Θα είστε εσείς που θα το φορέσετε – μόνοι.
Υστερόγραφο – Προς Όλους Όσοι Θίγονται:
Αν νομίζετε πως αυτό το κείμενο σας αφορά, ίσως… σας αφορά. Αν νιώσετε ενόχληση, αντίδραση, ανάγκη να εξηγήσετε, τότε έχει ήδη πετύχει τον στόχο του: να φέρει τον λόγο εκεί που έλειπε.
Στο χέρι σας είναι να αποδείξετε ότι τα πέπλα δεν σας ανήκουν. Ότι μπορείτε, ακόμα, να τα αποτινάξετε. Όχι με οργή, αλλά με απαντήσεις. Με παρουσία. Με ανθρώπινη ευθύτητα.